προσφιλεῖς

προσφιλεῖς
προσφιλέω
approach so as to kiss
pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
προσφιλής
dear
masc/fem acc pl
προσφιλής
dear
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… …   Dictionary of Greek

  • δημοτικό τραγούδι — Το τραγούδι που συνιστά τη λυρική έκφραση του λαού. Τα δύο κύρια συστατικά του στοιχεία είναι η μουσική και ο λόγος. Σε πολλές περιπτώσεις ο μουσικός αυτός λόγος συνοδεύεται και από χορό. Το δ.τ. πέρασε από διάφορες φάσεις εξέλιξης, τόσο της… …   Dictionary of Greek

  • Καμπεθόν, Αντόνιο ντε- — (Antonio de Cabezon, Καστροχερίθ 1510 – Μαδρίτη 1566). Ισπανός συνθέτης. Ήταν τυφλός εκ γενετής αλλά χάρη στη δεξιοτεχνία του ως οργανίστας (είχε επονομαστεί Ισπανός Μπαχ) και στους τεχνικούς νεωτερισμούς που εισήγαγε στον χώρο των πληκτροφόρων… …   Dictionary of Greek

  • Λιθουανία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλτική χερσόνησο. Συνορεύει Β με τη Λετονία, Α και Ν με τη Λευκορωσία, ΝΔ με την Πολωνία, Δ με τη Ρωσία, ενώ στα ΒΔ βρέχεται από τη Βαλτική Θάλασσα.Η Λ. είναι ένα από τα κράτη της Bαλτικής. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Μπερνάρ, Σάρα — (Sarra Bernhardt, Παρίσι 1844 – 1923). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της εβραϊκής καταγωγής Γαλλίδας ηθοποιού, συγγραφέως και θεατρικής δραματουργού Ανριέτ Ροζέν Μπερνάρ (Henriette Rosine Bernard). Κόρη Εβραίων, οι οποίοι έγιναν μετά καθολικοί, εκδήλωσε …   Dictionary of Greek

  • Τριτοπάτορες — Ονομασία που δινόταν από τους αρχαίους σε ορισμένους αγαθούς δαίμονες ή ευεργετικές θεότητες. Η επενέργεια των θεοτήτων αυτών ήταν κυρίως φυλακτήριος, αναγνώριζαν δηλαδή σε αυτούς θαυματουργή δύναμη προστασίας από κάθε δυσάρεστο. Υπήρχαν διάφορες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”